- ενδοσπόριο
- το1. εσωτερικό στρώμα τής μεμβράνης τών σπορίων το οποίο αποτελείται από καθαρή κυτταρίνη2. ενδογενές σπόριο ή το περιεχόμενο τών σπορίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… … Dictionary of Greek